- υποθερμικός
- η , ό[ν] мед. страдающий гипотермией
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποθερμικός — ή, ό, Ν [υποθερμία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υποθερμία 2. (για πρόσ.) αυτός που εμφανίζει υποθερμία 3. (γεωλ. πετρογρ.) (για πετρογενετική και μεταλλογενετική διεργασία) αυτός που συντελείται σε σχετικά υψηλές θερμοκρασίες, περίπου… … Dictionary of Greek
υποθερμικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την υποθερμία (βλ. λ.). 2. αυτός που εμφανίζει υποθερμία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)